πλημμυροπαθής

πλημμυροπαθής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έπαθε, καταστράφηκε από πλημμύρα: Οι πλημμυροπαθείς ζητούν δάνεια για την αντιμετώπιση των αναγκών τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλημμυροπαθής — ές, Ν 1. (για χώρες, περιοχές) αυτός που έχει πληγεί από πλημμύρες 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημίες λόγω πλημμύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλημμύρα + παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. σεισμο παθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”