- πλημμυροπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έπαθε, καταστράφηκε από πλημμύρα: Οι πλημμυροπαθείς ζητούν δάνεια για την αντιμετώπιση των αναγκών τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.